ψέγος

ψέγος
(I)
το, ΝΜ [ψέγω]
μομφή, επίκριση.
————————
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τάφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για διαλ. τ. τής λ. στέγος* με σημ. «τάφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψεγάδι — το, Ν ελάττωμα, μειονέκτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. άδι (πρβλ. πηγ άδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”